Λίπανση της ελιάς

Λίπανση της ελιάς.

Η ελιά καλλιεργείται στην εύκρατη ζώνη του βορείου και νότιου ημισφαιρίου. Στο βόρειο ημισφαίριο η ελαιοκαλλιέργεια συγκεντρώνεται κατά κύριο λόγο στις μεσογειακές χώρες, όπου καλλιεργείται περισσότερο από το 90% του συνόλου των ελαιόδεντρων παγκοσμίως. Αναπτύσσεται σε μεγάλη ποικιλία εδαφών, ακόμη και σε βραχώδη και ξηρικά. Όμως, αναπτύσσεται και αποδίδει ικανοποιητικά σε εδάφη βαθιά, σχετικά γόνιμα και πλούσια σε ασβέστιο, βόριο και κάλιο, αμμοπηλώδη, τα οποία συγκρατούν την υγρασία, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζονται από καλή στράγγιση. Δύο πολύ ενδιαφέρουσες παράμετροι είναι το pH του εδάφους και η περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο, διότι και οι δύο επηρεάζουν την απορρόφηση ορισμένων θρεπτικών ουσιών που προσθέτονται στο έδαφος από λιπάσματα. Το βέλτιστο pH για το ελαιόδεντρο είναι περίπου 6,5, αλλά το μέσο δένδρο ελιάς μπορεί να δίνει αξιοπρεπείς αποδόσεις σε εδάφη με pH από 5,5 έως 8. Στην περίπτωση αλατότητας, μειώνεται η απόδοση και πιθανόν να παρατηρηθούν χλωρώσεις και νεκρώσεις των φύλλων. Εκδηλώνεται μόνο μέτρια αντίδραση σε ηλεκτρική αγωγιμότητα (EC) έως 4 dS/m. Σε περιπτώσεις υγρών και πολύ γόνιμων εδαφών, σαπίζει το ριζικό σύστημα της ελιάς και ευνοείται η βλάστηση, με δυσμενείς επιπτώσεις για την καρποφορία. Σε περιπτώσεις πεδινών περιοχών με υγρά εδάφη, ο καρπός γίνεται υδαρής και μειώνεται η ελαιοπεριεκτικότητά του. Επισημαίνεται ότι, παρουσιάζει ανοχή οριακά σε εδάφη, στα οποία άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες αποτυγχάνουν. Όμως, σε διαρκώς υγρά εδάφη ή σε εδάφη με pH 8,5 ή και υψηλότερο, παρουσιάζει αδύνατη βλάστηση.

Η λίπανση στην ελιά γίνεται, όπως λέγεται κλασσικά, για την επίτευξη ισόρροπης βλάστησης και ανθοφορίας. Για μια ορθολογική προσέγγιση του θέματος επιβάλλεται η λίπανση να εκτελείται με γνώμονα τουλάχιστον την αντικατάσταση των αφαιρούμενων με τον καρπό και το κλάδεμα ανόργανων στοιχείων από το χωράφι. Η ποσότητα των εκροών επηρεάζεται από τη μορφή καλλιέργειας του ελαιώνα, την παραγωγικότητα κάθε χρονιάς και την αποτελεσματικότητα της λιπαντικής αγωγής που ακολουθείται. Σε κάθε στρέμμα ελαιώνα με κανονική καρποφορία οι καρποί και τα κλαδιά κλαδέματος απομακρύνουν σημαντικές ποσότητες αζώτου και καλίου, μικρές ποσότητες φωσφόρου και ελάχιστες βορίου. Επίσης, ο ψιλοτεμαχισμός και επιστροφή των κλαδευτικών στο χωράφι έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των λιπαντικών αναγκών στο 50% τουλάχιστον, όπου βέβαια αυτός ο ψιλοτεμαχισμός είναι εφικτός. Επιπλέον, με τον ψιλοτεμαχισμό θα είχαμε και όλα τα θετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή οργανικής ουσίας στο έδαφος(βελτίωση φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους και συγκράτησης νερού, αύξηση της οργανικής ουσίας και αφομοιωσιμότητας των ανόργανων στοιχείων, κ.λπ.).

Ποσότητες θρεπτικών στοιχείων (Kgr) που αφαιρούνται κάθε χρόνο από την καλλιέργεια της ελιάς

Θρεπτικά Στοιχεία

Για 100 Kgr Καρπών Για 50 Kgr Φύλλων Για 50 Kgr Ξύλου Σύνολο (Kgr)

Άζωτο

0,500 – 0,900 0,500 0,380 1,38-1,78

Φώσφορος

0,120 0,120 0,150

0,390

Κάλιο 0,950 0,280 0,195

1,425

Ασβέστιο 0,960 0,500 0,300

1,760

Πίνακας 1

Ο τύπος του λιπάσματος και η δόση εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, οι οποίοι είναι οι εξής:
• το είδος, η ποικιλία και η ηλικία των δένδρων,
• το στάδιο ανάπτυξης της καλλιέργειας,
• οι ιδιότητες του εδάφους και η διαθεσιμότητα νερού άρδευσης,
• οι παρατηρούμενες τροφοπενίες, η ανανεωμένη παραγωγή, το σύστημα φύτευσης (αραιό, πυκνό, υπέρπυκνο), και
• τα αποτελέσματα των αναλύσεων.

Η λίπανση μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με την εφαρμογή ανόργανων λιπασμάτων, είτε με την εφαρμογή οργανικών υλικών (π.χ. χλωρή λίπανση, ζωική κοπριά, κομπόστ, κ.α.). Η εφαρμογή ανόργανων λιπασμάτων κατά τη διάρκεια του χειμώνα πραγματοποιείται είτε με διασπορά σε όλη την επιφάνεια του ελαιώνα με χρήση λιπασματοδιανομέα, είτε μεμονωμένα ανά δένδρο κάτω από την κόμη. Εκτός της χειμερινής εφαρμογής των λιπασμάτων, πραγματοποιείται μερική εφαρμογή λίπανσης μέσω διαφυλλικών ψεκασμών ή υδρολίπανσης. Ο χρόνος εφαρμογής θα πρέπει να συμπίπτει με τις περιόδους κατά τις οποίες η καλλιέργεια παρουσιάζει τις μεγαλύτερες ανάγκες σε θρεπτικά στοιχεία. Η προσθήκη κοπριάς πραγματοποιείται με ενσωμάτωση στο έδαφος σε αρκετό βάθος, ενώ των υπολοίπων οργανικών υλικών (κόμποστ) με διασκορπισμό γύρω από τα δένδρα και σε περιφέρεια διπλάσια από αυτή της κόμης τους.

Υπό ξερικές συνθήκες, η λίπανση εφαρμόζεται συνήθως κατά το χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου, πριν τη περίοδο των βροχοπτώσεων, ενώ σε αρδευόμενες καλλιέργειες, η εφαρμογή της γίνεται προς τα τέλη του χειμώνα (Φεβρουάριο). Συνιστάται η επιφανειακή αζωτούχος λίπανση σε δύο δόσεις τουλάχιστον και τα καταλληλότερα βλαστικά στάδια για αυτό, είναι πριν την έκπτυξη των οφθαλμών και την άνθιση και μετά τη καρπόδεση. Η εφαρμογή θα πρέπει να ακολουθείται από άρδευση ή βροχή, για περιορισμό των απωλειών. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, όταν η εδαφική υγρασία δεν αποτελεί περιοριστικό παράγοντα, η αντίδραση των δένδρων στη χορήγηση Ν είναι ιδιαίτερα εμφανής. Στα κρίσιμα στάδια, είναι δυνατή συμπληρωματική αζωτούχος λίπανση με διαφυλλικό ψεκασμό, για υποβοήθηση της απορρόφησης ιχνοστοιχείων από τα φύλλα. Ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η διαφυλλική λίπανση σε ξηρικές καλλιέργειες, που η απορρόφηση Ν από τις ρίζες είναι περιορισμένη. Η ποσότητα του χορηγούμενου Ν εξαρτάται άμεσα από την ένταση του κλαδέματος, δηλαδή μετά από αυστηρό κλάδεμα εφαρμόζεται μικρότερη ποσότητα Ν, εν συγκρίσει με το ελαφρύ κλάδεμα. Η έλλειψη Ν διαπιστώνεται και μακροσκοπικά, από το μήκος της ετήσιας βλάστησης. Η αζωτούχος λίπανση για την ενδυνάμωση της νέας βλάστησης αποτελεί αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της παρενιαυτοφορίας. Στα τέλη καλοκαιριού – αρχές Σεπτεμβρίου κατά τη διάρκεια δηλαδή της ελαιογένεσης, το Κ θα πρέπει να βρίσκεται στα επιθυμητά επίπεδα, γεγονός το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με τη βασική λίπανση, αλλά και με υδρολίπανση το καλοκαίρι. Η έλλειψη Β προκαλεί το φαινόμενο «σκούπα της μάγισσας», δηλαδή την εμφάνιση πολλών, πυκνών και μικρών κλαδιών που δεν καρποφορούν στην ετήσια βλάστηση. Στην Ελλάδα, συχνά παρατηρείται «κρυφή πείνα» για Β, η οποία προκαλεί μειωμένη ανθοφορία και καρπόδεση. Το Β μπορεί να εφαρμοστεί και με διαφυλλικό ψεκασμό πριν την άνθιση, αλλά δεν θεραπεύει τροφοπενιακές καταστάσεις, παρά μόνο αυξάνει την ετήσια καρπόδεση.

Η βελτίωση του εδάφους σε οργανική ουσία μπορεί να επιτευχθεί με προσθήκη κοπριάς (γνωστής προελεύσεως) ή κόμποστ, καθώς και με χλωρή λίπανση.
Σχετικά με τη χλωρή λίπανση, το φθινόπωρο (Οκτώβριο) πραγματοποιούνται σπορές ψυχανθών, συνήθως βίκου για αργιλώδη εδάφη, λούπινου για αμμώδη, κουκιών για ασβεστώδη ή μείγμα βίκου με κριθάρι, αγρωστωδών, σταυρανθών και μειγμάτων διαφόρων αυτοφυών φυτών μεταξύ των γραμμών των δένδρων. Η χλωρή λίπανση κόβεται, ψιλοχωματίζεται με καταστροφέα ή ενσωματώνεται με φρεζάρισμα με υψηλή ταχύτητα και πολύ ψηλά τη φρέζα για τη μείωση όσο το δυνατόν της καταστροφής των επιφανειακών ριζών. Η κοπή της γίνεται με την εμφάνιση των πρώτων άνθεων των ελαιόδεντρων, καθώς για την αφομοίωση της χλωρής λίπανσης θα πρέπει οι μικροοργανισμοί να αρχίσουν να «δουλεύουν» στο έδαφος. Σε περιπτώσεις αρδευόμενων ελαιώνων ή σε περιοχές με αρκετές βροχοπτώσεις συνιστάται ανεπιφύλακτα. Όσον αφορά τη κοπριά, συνιστάται η εναλλαγή της με χλωρή λίπανση ανά έτος, διότι έχει υπολειμματική δράση.
Το φθινόπωρο θεωρείται ως η κατάλληλη εποχή για λίπανση με κοπριά, ώστε να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι χειμερινές βροχοπτώσεις, να διαλυθεί και να αφομοιωθεί από τα δένδρα. Επισημαίνεται ότι, η κοπριά πρέπει να εφαρμόζεται πάντα χωνεμένη και στην κατάλληλη ποσότητα, διότι σε αντίθετη περίπτωση αυξάνεται ο κίνδυνος αποστράγγισης νιτρικών και εκπομπής αερίων από το έδαφος.
Τέλος, όσον αφορά το κόμποστ εν συγκρίσει με τη κοπριά, είναι οργανικό λίπασμα ταχείας αποδέσμευσης. Για τη παραγωγή του είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε είναι διαθέσιμο σε κάθε περιοχή, όπως ελαιόφυλλα και ελαιοπυρήνες, υπολείμματα κλαδέματος, στέμφυλα από οινοποιεία, υπολείμματα εκκοκκιστηρίων βάμβακος, ζωικά άλευρα, κ.α.

Στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 2) παρουσιάζονται οι απαιτήσεις θρεπτικών στοιχείων ελαιοκαλλιέργειας ανά στάδιο ανάπτυξης.

Απαιτήσεις θρεπτικών στοιχείων ελαιοκαλλιέργειας ανά στάδιο ανάπτυξης
Στάδιο ανάπτυξης
Χρονικό διάστημα
Θρεπτικά στοιχεία
Στόχος

Διαφοροποίηση των οφθαμών σε ανθοφόρους & φυλλοφόρους, επανέναρξη βλαστικής ανάπτυξης & σχηματισμός ανθέων

Μάρτιος – Απρίλιος Άζωτο (Ν), Φώσφορος (Ρ), Βόριο (Β), Χαλκός (Cu), Μολυβδαίνιο (Mo), Ασβέστιο (Ca), Μαγνήσιο (Μg), Θείο (S) Ικανοποιητική ανάπτυξη μεριστωμάτων & βλαστών. Διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών. Καλός σχηματισμός ωοθηκών ανθέων & γύρης.

Ανθοφορία, καρπόδεση, συνέχιση βλαστικής ανάπτυξης & 1η ανάπτυξη καρπιδίου.

Μάιος Φώσφορος (Ρ), Κάλιο (K), Ασβέστιο (Ca), Βόριο (B), Άζωτο (Ν), Μαγνήσιο (Μg), Ψευδάργυρος (Zn), Θείο (S) Καλή ανθοφορία. γονιμοποίηση & κυτταροδιαίρεση. ανάπτυξη καρπιδίου.

Έντονη αύξηση καρπού & πυρήνα.

Ιούνιος Κάλιο (K), Φώσφορος (Ρ), Άζωτο (Ν), Μαγνήσιο (Μg), Θείο (S), Ασβέστιο (Ca), Ψευδάργυρος (Zn), Σίδηρος (Fe), Μαγγάνιο (Μn), Χαλκός (Cu)

Φύλλωμα με πλούσια χλωροφύλλη που οδηγεί σε καλή φωτοσύνθεση. Έντονη ανάπτυξη καρπού & πυρήνα, χωρίς ευαισθησία σε καταπόνηση, καρπόπτωση & καλή ανάπτυξη οφθαλμών

Ανάπτυξη σάρκας & ελαιοποίηση καρπού. Μέσα Αυγούστου – Σεπτέμβριος Κάλιο (K), Άζωτο (Ν)

Αποθησαύριση για αντοχή στα κρύα του χειμώνα & καλή επανέναρξη βλάστησης & άνθισης.

Μετασυλλεκτικά Οκτώβριος – Νοέμβριος Κάλιο (K), Φώσφορος (Ρ), Άζωτο (Ν), Ψευδάργυρος (Zn), Βόριο (B)

Αποθησαύριση για αντοχή στα κρύα του χειμώνα & καλή επανέναρξη βλάστησης & άνθισης

Πηγή: Farmacon.gr

Πίνακας 2

 

Η λίπανση δεν πραγματοποιείται σε όλους τους ελαιώνες βάσει του ίδιου σχήματος ή προτύπου. Η λίπανση και ο τρόπος εφαρμογής της επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες όπως η εδαφική υγρασία και η άρδευση, η χημική και η μηχανική σύσταση του εδάφους, οι κλιματικές συνθήκες, η ποικιλία, η ηλικία και η παραγωγικότητα των δένδρων, καθώς και η πυκνότητα φύτευσης.

Οι ετήσιες ανάγκες θρεπτικών στοιχείων για παραγωγικά δέντρα ελιάς είναι

Συνήθεις ετήσιες εισροές θρεπτικών στοιχείων για συντήρηση, ανά παραγωγικό ελαιόδεντρο μέσης παραγωγής 50 Kgr, σε παραδοσιακούς αρδευόμενους ελαιώνες σε μέσα εδάφη
Θρεπτικά στοιχεία
Ετήσιες Εισροές θρεπτικών στοιχείων (Kgr/δένδρο)

Άζωτο (Ν)

1,2 – 1,5

Φώσφορος (P2O5)

0,4 – 0,6
Κάλιο (Κ2Ο)

0,8 – 2,0

Βόριο (Β)

0,020 – 0,075

Πίνακας 3