Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) έχει ορίσει το φυτοφάρμακο ως:
- «κάθε ουσία ή μείγμα ουσιών που προορίζεται για την πρόληψη, την καταστροφή ή τον έλεγχο τυχόν επιβλαβών οργανισμών, όπως φορείς ανθρώπινων ή ζωικών ασθενειών, ανεπιθύμητα είδη φυτών ή ζώων, που είτε είναι βλαπτικά κατά τη διάρκεια ή παρεμβαίνουν στην παραγωγή, την επεξεργασία, την αποθήκευση, τη μεταφορά, ή την πώληση τροφίμων, γεωργικών προϊόντων, ξυλείας και προϊόντων της, ή ζωοτροφές, ή ουσίες που χορηγούνται σε ζώα για την καταπολέμηση εντόμων, αραχνοειδών, ή άλλων παρασίτων εντός ή επί του σώματός τους. Ο όρος περιλαμβάνει τις ουσίες που προορίζονται για ρυθμιστές ανάπτυξης των φυτών, αποφυλλωτικά, ξηραντικά, ή παράγοντες για το αραίωμα καρπών και προστασία από πρόωρη πτώση του φρούτου. Επίσης οι ουσίες που χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες, είτε πριν είτε μετά τη συγκομιδή για να προστατεύσουν τα προϊόντα από αλλοίωση κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης και της μεταφοράς.»
Τα φυτοφάρμακα κατηγοριοποιούνται βάσει του στοχευόμενου οργανισμού (π. χ. ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα, μυκητοκτόνα, τρωκτικοκτόνα, και πεντικιλοκτόνα), την χημική δομή (π. χ., οργανικά, ανόργανα, συνθετικά ή βιολογικά (βιοεντομοκτόνο) ), και τη φυσική κατάσταση (π. χ. αέρια (υποκαπνιστικά)).
Στα βιοεντομοκτόνα περιλαμβάνονται μικροβιακά και βιοχημικά φυτοφάρμακα.
Στα φυτικής προέλευσης φυτοφάρμακα, ή “βοτανικά”, που αναπτύσσονται ταχέως περιλαμβάνονται τα πυρεθροειδή, τα ροτενοειδή, τα νικοτινοειδή, και μια τέταρτη ομάδα που περιλαμβάνει τη στρυχνίνη και τη σκιλιροσίδη.
Πολλά φυτοφάρμακα μπορούν να ομαδοποιηθούν σε χημικές οικογένειες, όπως οργανοχλωριούχα, οργανοφωσφορικά και καρβαμιδικά.
Οι οργανοχλωριούχοι υδρογονάνθρακες (π. χ. DDT) διακρίνονται περαιτέρω σε διχλωροδιφαινυλαιθάνια, ενώσεις κυκλοδιενίου, και άλλες συγγενείς ενώσεις. Η δράση τους βασίζεται σε διατάραξη της ισορροπίας νάτριο/κάλιο των νευρικών ινών, που επάγει αδιάκοπη διαρκή διέγερση στο νεύρο. Οι τοξικότητες ποικίλλουν αρκετά, αλλά η χρήση τους έχει καταργηθεί λόγω μεγάλης ανθεκτικότητας και δυνατότητας βιοσυσσώρευσης.
Τα οργανοφωσφορικά και οι καρβαμιδικές ενώσεις ευρέως αντικατέστησαν τα οργανοχλωριούχα. Η δράση τους βασίζεται σε αναστολή του ενζύμου ακετυλοχολινεστεράση, που επιτρέπει στην ακετυλοχολίνη να μεταφέρει νευρικά ερεθίσματα, και προκαλεί ποικιλία συμπτωμάτων όπως αδυναμία ή παράλυση. Τα οργανοφωσφορικά είναι αρκετά τοξικά για τα σπονδυλωτά και περιστασιακά έχουν αντικατασταθεί από λιγότερο τοξικά καρβαμιδικά, όπως τα θειοκαρβαμιδικά και τα διθειοκαρβαμιδικά.
Στις διακεκριμένες οικογένειες φυτοφάρμακων περιλαμβάνονται τα φαινοξικά και βενζοϊκού οξέος παράγωγα (π. χ. 2,4-D), οι τριαζίνες (π. χ., ατραζίνη), οι ουρίες (π. χ. diuron), και τα χλωροακετανιλίδια (π. χ., alachlor). Τα φαινοξικά σκοτώνουν επιλεκτικά τα πλατύφυλλα ζιζάνια αντί για τα χορτάρια. Η λειτουργία των φαινοξικών και βενζοϊκού οξέως παράγωγων βασίζεται στις φυτικές ορμόνες ανάπτυξης, και διεγείρουν ανώμαλες κυτταρικές διαιρέσεις, που εξαντλούν το φυτικό σύστημα μεταφοράς θρεπτικών συστατικών. Οι τριαζίνες παρεμβαίνουν στο στάδιο της φωτοσύνθεσης. Πολλά πασίγνωστα φυτοφάρμακα δεν περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες οικογένειες, όπως η γλυφοσάτη.
Τα χρησιμοποιούμενα παρασιτοκτόνα συνήθως διατίθενται ως ομοιογενή παρασκευάσματα κατόπιν διασποράς των δραστικών χημικών σε ένα σύστημα (συνήθως υδρογονανθρακικού) διαλύτη-επιφανειοδραστικού.
Πηγή: wikipedia.org