Εντομοκτόνα

Τύποι συνθετικών εντομοκτόνων

Οργανοχλωριούχες ενώσεις

Πρόκειται για ενώσεις που προκύπτουν από οργανικά μόρια στα οποία προστίθεται, με χημική αντίδραση, χλώριο. Έχουν ισχυρή επίδραση στα έντομα, αλλά το μεγάλο τους περιβαλλοντικό μειονέκτημα είναι ότι η επίδρασή τους είναι συνεχής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Lindane, για παράδειγμα, παραμένει ενεργό ακόμη και μετά την πάροδο αρκετών ετών. Ως συνέπεια, η χρήση τους είναι σε μεγάλο βαθμό απαγορευμένη, καθώς αποτελούν ισχυρό περιβαλλοντικό κίνδυνο. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα προϊόντα με τις εμπορικές ονομασίες:

  • Lindane (εξαχλωροκυκλοεξάνιο, ονομασία κατά IUPAC γ- 1α,2α,3β,4α,5α,6β εξαχλωροκυκλοεξάνιο)
  • DDT
  • Chlordane (1,2,4,5,6,7,8,8-οκταχλωρο-2,3,3α,4,7,7α-εξαϋδρο-4,7-μεθανοϊνδένιο)
  • Chlorobenzilate (ιδιαίτερα τοξικό για υδρόβιους οργανισμούς, δεν χρησιμοποιείται πλέον)
  • Methoxychlor (προκαλεί προβλήματα σε ζώα και ανθρώπους, απαγορευμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2002 και στις ΗΠΑ από το 2003)
  • Κυκλοδιένια (aldrin, dieldrin, chlordane, ό.π., heptachlor, endrin) Εμφανίστηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ισχυρή παραμένουσα δράση τόσο επί του εδάφους όσο και στις ηλιακές ακτινοβολίες. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν κυρίως επί ερπόντων εντόμων και των νυμφών τους που αναπτύσσονται στις ρίζες των φυτών, κυρίως των τερμιτών. Η δράση τους είναι από τις πλέον μακροσκελείς χρονικά – ξύλα που είχαν επικαλυφθεί με chlordane παρέμειναν απρόσβλητα από τερμίτες ακόμη και μετά από 60 έτη. Η μακρά παραμένουσα δράση τους σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργούν στο περιβάλλον και την ανοχή που ανέπτυξαν απέναντί τους αρκετά είδη εντόμων οδήγησαν στην απαγόρευση χρήσης τους από την EPA το 1975 – 80 και την ολοσχερή απαγόρευσή τους, ακόμη και ως τερμιτοκτόνων, το 1984-88. Η δράση τους εντοπίζεται σε μηχανισμούς του νευρικού συστήματος.

Οργανοφωσφορικές ενώσεις

Αποτελούν σήμερα την πλέον διαδεδομένη και με πολλαπλές εφαρμογές κατηγορία εντομοκτόνων. Αποτελούν παράγωγα οργανικών ενώσεων, στα οποία έχει προστεθεί (με χημική αντίδραση) φωσφόρος. Τα γνωστότερα εντομοκτόνα αυτής της κατηγορίας είναι το παραθείο και το μαλαθείο. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά εναντίον των μυζητικών εντόμων, όπως η αφίδα (μελίγκρα) και τα ακάρεα, τα οποία τρέφονται απομυζώντας τους χυμούς των φυτών. Συνήθως είτε επιπάσσονται ή ψεκάζονται σε διάλυμα απευθείας επάνω στα φυτά ή ρίπτονται γύρω από τις ρίζες ώστε να απορροφηθούν από αυτά. Έχουν μικρή υπολειμματική δράση, παρά το ότι είναι πολύ περισσότερο τοξικά σε σχέση με τα χλωροπαράγωγα. Τα οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα φονεύουν τα έντομα καταστρέφοντας το ένζυμο χολινεστεράση, το οποίο είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του νευρικού τους συστήματος.[1]

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα προϊόντα με τις εξής ονομασίες:

  • Chlorpyrifos: Εμπειρική ονομασία. Στο εμπόριο κυκλοφορεί ως Brodan, Detmol UA, Dowco 179, Dursban, Empire, Eradex, Lorsban, Paqeant, Piridane, Scout, Stipend.
  • Chlorpyrifos-methyl: Μεθυλιωμένο παράγωγο του ανωτέρω
  • Diazinon: Απαγορευμένο για οικιακή χρήση στις ΗΠΑ από το 2004, επιτρέπεται για αγροτική χρήση
  • Dichlorvos: Εμφανίζει ισχυρή δράση, δεν απαγορεύτηκε αν και εξετάστηκε κάτι παρόμοιο το 1981, αλλά σε μελέτη του 2010 διαγνώστηκε πως σε αυξημένη περιεκτικότητα στα ούρα πιθανόν να ευθύνεται για την διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερδραστηριότητας στα παιδιά.
  • Pirimiphos-methyl: Αναπτύχθηκε το 1967 και προστίθεται συνήθως ως εντομοκτόνος ουσία σε χρώματα εσωτερικών και εξωτερικών τοίχων)
  • Fenitrothion: Σχετικά ουδέτερο εντομοκτόνο, κατάλληλο και για γεωργική και για οικιακή χρήση, καταπολεμά έρποντα και ιπτάμενα έντομα. Χρειάζεται προσοχή στη δοσολογία του, καθώς επηρεάζει τα πτηνά και έχει επίδραση στις άλγες, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξή τους σε μεγάλες δόσεις. Είναι κατά πολύ λιγότερο τοξικό από το παραθείο.
  • Παραθείο: Παρασκευάστηκε από τη ναζιστική IG Farben το 1940. Πρόκειται για ιδιαίτερα τοξική ουσία, η οποία δεν καταπολεμά μόνον έντομα αλλά έχει ισχυρά δηλητηριώδη δράση σε όλους τους ζωικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Κατατάσσεται τόσο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας όσο και από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών ως “ιδιαίτερα επικίνδυνο”, καθώς προκαλεί θάνατο στις μέλισσες και θανατώνει πτηνά, ψάρια και άλλες μορφές άγριας ζωής. Για τους λόγους αυτούς έχει αντικατασταθεί από λιγότερο τοξικά εντομοκτόνα, ιδιαίτερα το μαλαθείο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως Πολεμική Χημική Ουσία (ΠΧΟ) κατά τον πόλεμο της Ροδεσίας (1964 – 1979)
  • Μαλαθείο: Είναι από τα πρώτα οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα (κατασκευάστηκε το 1950) και είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για μυζητικά έντομα, καθώς καταπολεμά αφίδες και ακάρεα αλλά και για ιπτάμενα έντομα (μύγες, κουνούπια) και για έρποντα (κατσαρίδες). Χρησιμοποιείται επίσης για την καταπολέμηση εντόμων που παρασιτούν σε ανθρώπους και ζώα, όπως ψείρες και τσιμπούρια. Χρησιμοποιείται ευρέως, υπό διάφορες μορφές, και σήμερα.

Καρβαμικά παράγωγα

Είναι σχετικά πρόσφατη κατηγορία εντομοκτόνων, περιλαμβάνοντας προϊόντα όπως το καρβαμύλιο, το μεθομύλιο και το καρβοφουράνιο (εμπορική ονομασία Furadan), καρβαρύλιο (εμπορική ονομασία Sevin, το πρώτο της κατηγορίας που κατασκευάστηκε το 1956), το αρκετά διαδεδομένο “Bendiocarbamate”, ενώ σε αυτά ανήκει και το εντομοαπωθητικό ικαριδίνη (Icaridin). Είναι παράγωγα του καρβαμικού οξέος (NH2COOH) Έχουν τα πλεονεκτήματα ότι δρουν εναντίον μεγάλου φάσματος εντόμων ενώ έχουν πολύ χαμηλή παραμένουσα δράση και δεν συσσωρεύονται στους ζωικούς ιστούς. Πιστεύεται ότι ο μηχανισμός δράσης τους είναι παρόμοιος με αυτόν των οργανοφωσφορικών ενώσεων, δηλ. αναστέλλουν το ένζυμο χολινεστεράση, αν και σε μικρότερο βαθμό. Η δράση τους περιορίζεται όταν το περιβάλλον είναι αλκαλικό.

Φορμαμιδίνες

Σχετικά μικρή ομάδα εντομοκτόνων, αναπτύχθηκε για την καταπολέμηση εντόμων που είχαν αποκτήσει ανθεκτικότητα απέναντι τόσο στα οργανοφωσφορικά όσο και στα καρβαμικά εντομοκτόνα. Κυκλοφορούν τρεις τύποι, το chlordimeform (εμπορικές ονομασίες Galecron, Fundal), έχει πλέον αποσυρθεί στις ΗΠΑ, το formetanate (εμπορική ονομασία Carzol) και το amitraz (εμπορικές ονομασίες Mitac, Ovasyn).

Δινιτροφαινόλες

Προέρχονται από το βασικό μόριο της δινιτροφαινόλης. Η δινιτροφαινόλη είναι τοξική τόσο για τα έντομα όσο και για τα αυγά τους, τους μύκητες και ορισμένα ζιζάνια. Κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα αλλά όταν διαπιστώθηκε ότι η παραμένουσα δράση τους ήταν μακροχρόνια, αποσύρθηκαν όλα.

Λοιπές κατηγορίες

Ως εντομοκτόνα χρησιμοποιούνται, επίσης, και οι εξής κατηγορίες οργανικών ενώσεων:

  • Νικοτινοειδή: Σε αναλογία με τα πυρεθροειδή (βλ. κατωτέρω) είναι ενώσεις που προσομοιάζουν με την φυσική νικοτίνη (η οποία στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί ως εντομοκτόνο αλλά λόγω υψηλής τοξικότητας η χρήση της απαγορεύτηκε).
  • Σπινοσύνες: Η πλέον πρόσφατη εφεύρεση στον τομέα των εντομοκτόνων, παράγονται από το βακτήριο Saccharopolyspora spinosa και το ενεργό συστατικό τους αναφέρεται ως “spinosad”. Έχουν το πλεονέκτημα να συνδυάζουν τις εντομοκτόνες ιδιότητες ενός συνθετικού και ενός “βιολογικού” εντομοκτόνου. Το εναιώρημα spinosad έλαβε έγκριση για την απαλλαγή του τριχωτού της κεφαλής από τις ψείρες από τον Εθνικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ.
  • Πυρρόλες
  • Πυραζόλες
  • Πυριδαζινόνες
  • Κιναζολίνες
  • Βενζοϋλουρίες

Ημισυνθετικά εντομοκτόνα

Πυρεθρίνες

Οι πυρεθρίνες Ι και ΙΙ είναι εστέρες του χρυσανθεμικού οξέος με κοινό “πυρήνα” το κυκλοπεντάνιο. Απαντώνται ως συστατικά στο διαδεδομένο φυτό χρυσάνθεμο (Chrysanthemum cinerariaefolium) ή πύρεθρο, το οποίο αποτελεί σήμερα βιομηχανικά καλλιεργούμενο φυτό προκειμένου να ληφθούν από αυτό οι πυρεθρίνες. Γενικά οι πυρεθρίνες θεωρούνται από τα πλέον αβλαβή εντομοκτόνα, αλλά δεν πρέπει να συγχέονται με τα πυρεθροειδή, τα οποία είναι συνθετικά παράγωγά τους. Οι πυρεθρίνες χρησιμοποιούνται επί 100 και πλέον χρόνια και ο μηχανισμός δράσης τους είναι να εμποδίζουν την έξοδο ιόντων νατρίου από τα νευρικά κύτταρα των εντόμων, προκαλώντας απότομες νευρικές ώσεις που τελικά οδηγούν στον θάνατό τους. Καταπολεμούν κουνούπια, μύγες, ψείρες, ψύλλους και τσιμπούρια. Είναι ενώσεις που υδρολύονται εύκολα από τα υγρά του στομάχου κι έτσι εμφανίζουν χαμηλή τοξικότητα, ενώ σπάνια επηρεάζουν κατοικίδια ζώα. Σχεδόν πάντα συνδυάζονται με βουτοξείδιο του πιπερονυλίου, συνεργό ουσία, η οποία αποτρέπει την υδρόλυση των πυρεθρινών από τα στομαχικά υγρά των εντόμων και χωρίς την οποία η εντομοκτόνος δράση τους περιορίζεται σημαντικά. Οι πυρεθρίνες δεν είναι εν γένει τοξικές για τον άνθρωπο – αν και δεν έχουν γίνει επισταμένοι έλεγχοι – ή τα πτηνά, είναι όμως επικίνδυνες για τα ψάρια, μολονότι υδρολύονται σχετικά εύκολα και επηρεάζονται, επίσης, από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία. Οι πυρεθρίνες έχουν χαρακτηριστεί από το Τμήμα Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών ως “το ασφαλέστερο εντομοκτόνο για χρήση σε φυτά προς βρώση” ενώ “μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιβάλλον όπου υπάρχουν φαγώσιμα”. Δεν έχει, επίσης, αναφερθεί ποτέ περιστατικό καρκινογένεσης ή επίδρασης σε έμβρυα από τη χρήση τους.

Πυρεθροειδή

Είναι συνθετικά παράγωγα με χημική σύσταση παρόμοια με αυτή των φυσικών πυρεθρινών, με τις οποίες όμως δεν πρέπει να συγχέονται. Σήμερα αποτελούν σημαντικό τμήμα της παραγωγής εντομοκτόνων, καθώς είναι, επίσης, και εντομοαπωθητικά, ενώ παρουσιάζουν σχετικά χαμηλή τοξικότητα για τους ανθρώπους, με συνέπεια να χρησιμοποιούνται ευρέως σε οικιακής χρήσεως εντομοκτόνα προϊόντα. Έχουν κατασκευαστεί περισσότερα από 1000 πυρεθροειδή, δεν χρησιμοποιούνται όμως παρά ελάχιστα, κυρίως η περμεθρίνη (εμπορική ονομασία Biomist), η ρεσμεθρίνη (εμπορική ονομασία Scourge) και η σουμιθρίνη (εμπορική ονομασία Anvil). Η εφαρμογή τους γίνεται συνηθέστερα με ψεκασμό και όταν επικαθήσουν σε επιφάνειες η συγκέντρωσή τους δεν είναι υψηλή, καθώς έχουν αραιωθεί με νερό ή ειδικό έλαιο. Επιπλέον έχουν την ιδιότητα να αποσυντίθενται με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας, με συνέπεια να παραμένουν ενεργά μόλις για μία έως δύο ημέρες. Δεν απορροφώνται από τις ρίζες των φυτών, καθώς σχηματίζουν χημικούς δεσμούς με το έδαφος, όπου και διασπώνται. Γι’ αυτό και σπάνια αναμιγνύονται με το νερό των υδροφόρων οριζόντων ή μολύνουν πόσιμο νερό, ενώ υδρολύονται σχετικά εύκολα. Είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα τοξικά για τα ψάρια και τις υδρόβιες μορφές ζωής.

Αέρια εντομοκτόνα

Είναι ειδική κατηγορία εντομοκτόνων (fumigants) καθώς βρίσκονται σε αέρια μορφή σε κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (θερμοκρασίες άνω του μηδενός). Συνήθως είναι βαρύτερα από τον αέρα και περιέχουν παράγωγα αλογόνων, όπως χλωρίου, βρωμίου και φθορίου ή είναι παράγωγα του υδροκυανίου όπως ο Κυκλώνας Β (σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον κανένα παρόμοιο προϊόν λόγω ιδιαίτερα υψηλής τοξικότητας). Εκτός από τα έντομα εξοντώνουν και τα αυγά τους, καθώς και νηματώδεις σκώληκες αλλά και πολλούς μικροοργανισμούς. Χρησιμοποιούνται σε κτήρια, αποθήκες, θερμοκήπια ακόμη και σε συσκευασμένους ξηραμένους καρπούς ή σπόρους. Το πλέον διαδεδομένο εντομοκτόνο αυτής της κατηγορίας σήμερα είναι το μεθυλοβρωμίδιο ή βρωμομεθάνιο. Λόγω της υψηλής διεισδυτικότητάς τους και των περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων που επιφέρουν, η χρήση τους έχει περιοριστεί σημαντικά από το 2000 και ύστερα. Ιδιαίτερα το βρωμομεθάνιο έχει ενοχοποιηθεί και για καταστροφή της οζονόσφαιρας.

 

Πηγή: wikipedia.org